υδρόχρωμα

υδρόχρωμα
το, Ν
1. χρωστική ουσία διαλυμένη σε νερό, κν. νερομπογιά
2. χρωματισμένο γαλάκτωμα ασβέστη, κατάλληλο για επίχρυση διαφόρων επιφανειών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + χρώμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υδρόχρωμα — το, ατος 1. χρωστική ουσία διαλυτή σε νερό, νερομπογιά. 2. χρωστική ουσία διαλυμένη στο νερό, νερομπογιά. 3. γαλάκτωμα χρωματισμένου ασβέστη για ασθέστωμα: Το δωμάτιο είναι βαμμένο με υδρόχρωμα. 4. ασβέστωμα ή χρωματισμένο ασβέστωμα: Το υδρόχρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδροχρωματίζω — Ν 1. χρωματίζω με υδρόχρωμα 2. επιχρίω μια επιφάνεια με χρωματισμένο γαλάκτωμα ασβέστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρόχρωμα, ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • νερομπογιά — η 1. διάλυμα χρωστικής ουσίας σε νερό, υδρόχρωμα. 2. έργο ζωγραφικής με υδρόχρωμα, αλλ. ακουαρέλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδροχρωματίζω — υδροχρωμάτισα, υδροχρωματίστηκα, υδροχρωματισμένος, μτβ. 1. χρωματίζω με υδρόχρωμα (βλ. λ., 2). 2. χρωματίζω με υδρόχρωμα (βλ. λ., 3) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπαντανάς — ο βάψιμο τοίχων με υδρόχρωμα, το ασβέστωμα, το άσπρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. badana] …   Dictionary of Greek

  • μπογιάτισμα — και μπογιάντισμα, το [μπογιατίζω] 1. το βάψιμο με ελαιόχρωμα ή με υδρόχρωμα 2. η στίλβωση υποδημάτων, το βερνίκωμα …   Dictionary of Greek

  • νερομπογιά — η 1. διάλυμα χρωστικής ουσίας σε νερό, υδρόχρωμα 2. έργο ζωγραφικής φιλοτεχνημένο με υδροχρώματα, ακουαρέλα …   Dictionary of Greek

  • σέπια — η, Ν 1. χρωστική ουσία που εξάγεται από τον θύλακα μελάνης τής σουπιάς ή τού καλαμαριού και χρησιμοποιείται ως μελάνι σχεδίασης και ως υδρόχρωμα, η σηπία 2. συνεκδ. ζωγραφικό έργο στο οποίο χρησιμοποιήθηκε η χρωστική αυτή ουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • στακτός — ή, όν, ΝΜΑ [στάζω] νεοελλ. φρ. «στακτό κόμμι» χημ. κόμμι που προέρχεται από ένα είδος γαρκινίας που φύεται στην Ινδία και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο τού αραβικού κόμμεος, ως υδρόχρωμα και στη φαρμακευτική ως καθαρτικό μσν. αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • υδάτινος — η, ο / ὑδάτινος, ίνη, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αποτελείται από νερό, υδατώδης (α. «υδάτινο στρώμα» β. «πνεύματα ὑδατινώτατα», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. παρασκευασμένος με νερό («υδάτινη βαφή» υδρόχρωμα, νερομπογιά) 2. μτφ. διαφανής («υδάτινες γραμμές» ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”